πωματισμός

πωματισμός
πωματισμός, ο και πωμάτισμα, το, -ατος
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πωματίζω.
2. (ιατρ.), το κλείσιμο με γάζα ή βαμβάκι φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας: Πωματισμός του τραύματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πωματισμός — ο, Ν [πωματίζω] το πωμάτισμα …   Dictionary of Greek

  • ρινορραγία — (Ιατρ.). Λέγεται και επίσταξη. Απώλεια αίματος από τις ρινικές κοιλότητες. Η πιο συνηθισμένη αιτία είναι η ρήξη κιρσών των φλεβών που είναι συχνοί σε μια ορισμένη περιοχή του ρινικού διαφράγματος (locus Valsalvae)· αίτια που την ευνοούν είναι το… …   Dictionary of Greek

  • τάπωμα — το, Ν [ταπώνω] 1. κλείσιμο με τάπα, πωματισμός 2. το αντικείμενο με το οποίο ταπώνει κανείς, βούλλωμα, τάπα 3. (στην καλαθοσφαίριση) κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης χτυπάει την μπάλα κατά την άνοδό της προς τη στεφάνη για να μην σημειωθεί …   Dictionary of Greek

  • ταμπόν — το, Ν 1. βύσμα από χαρτί ή άλλο υλικό, τάπα 2. συσκευή από ξύλο ή μέταλλο εφοδιασμένη με απορροφητικό χαρτί για το στέγνωμα τού μελανιού νωπών χειρογράφων, το στουπωτήρι 3. ορθογώνιο αβαθές κουτί με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”