- πωματισμός
- πωματισμός, ο και πωμάτισμα, το, -ατος1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πωματίζω.2. (ιατρ.), το κλείσιμο με γάζα ή βαμβάκι φυσιολογικής ή τραυματικής κοιλότητας: Πωματισμός του τραύματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.